εὔνια
English (LSJ)
ων, τά, A beds, ἐξ εὐνίων ἀναπηδᾶν App.BC5.117, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1083] τά, das Lager, Bett, App. Civ. 5, 117; Suid.
Greek Monolingual
εὔνια, τὰ (Α) ευνή
κλίνες, κρεβάτια, στρώματα («ἐξ εὐνίων ἀναπηδᾱν», Αππ.).