θαψία

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A deadly carrot, Thapsia garganica, Arist.Pr.864a5, Thphr. HP9.9.1,6, Dsc.4.153, Plin.HN13.124.

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, ein Kraut, Theophr. u. Diosc. S. θάψος.

Greek (Liddell-Scott)

θαψία: ἡ, = θάψος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 9, 1, Διοσκ. 4. 157.

Spanish

tapsia

Greek Monolingual

θαψία, ἡ (Α)
θάψος
νεοελλ.
είδος φυτού της οικογένειας τών προσωπανθών, κν. θαψιά, πολύκαρπος
αρχ.
είδος βοτάνου.

Russian (Dvoretsky)

θαψία: ἡ тапсия (растение из семейства зонтичных, Thapsia garganica L) Arst.