θεοκατασκεύαστος

Revision as of 09:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A made by God, ὕμνος Sch.Pi.O.3.11; gloss on θεότευκτον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1195] Erkl. von θεόδματος, Schol. Pind. Ol. 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θεοκατασκεύαστος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ θεόδμητος, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «θεότευκτος· θεοκατασκεύαστος».

Greek Monolingual

θεοκατασκεύστος, -ον (AM)
ο κατασκευασμένος από θεό.