κακομορφία
English (LSJ)
ἡ, A ill shape, ugliness, Gloss.; gloss on δυσχλαινία, Sch.E.Hec.240.
Greek (Liddell-Scott)
κακομορφία: ἡ, κακὴ μορφή, ἀσχημία, Γλωσσ.
Greek Monolingual
η (Α κακομορφία) κακόμορφος
(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία του Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια.