καλίκιοι

Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οἱ, = Lat. A calcei, Plb.30.18.3.

German (Pape)

[Seite 1308] οἱ, das lat. calcei, Schuhe, Pol. 30, 16, 3; vgl. κάλτιος.

Greek (Liddell-Scott)

καλίκιοι: οἱ, ἴδε ἐν λ. κάλτιος.

Greek Monolingual

καλίκιοι, οἱ (Α)
υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. του calceus) < calx «φτέρνα»].

Russian (Dvoretsky)

καλίκιοι: οἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.