καταλωβάω

Revision as of 11:01, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A mutilate, Plb.15.33.9.

German (Pape)

[Seite 1362] verstümmeln, κατελώβησαν, Pol. 15, 33, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωβάω: ἀκρωτηριάζω, καταστρέφω, τὰ μέλη τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.

Russian (Dvoretsky)

καταλωβάω: увечить, калечить (τινα Polyb.).