κελευστός

Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.

Middle Liddell

κελεύω
ordered, commanded, Luc.