κερχνωτός

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A roughened, Id.s.v.κατακερχνοῦται: τὰ κ. embossed plate, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κερχνωτός: -ή, -όν, τραχύς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κατακερχνοῦται· «τὰ κερχνωτά· σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους. ποικίλα» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κερχνωτός, -ή, -όν (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ κερχνωτά
σκεύη τετορνευμένα ἐπὶ τοῦ χείλους, ποικίλα».