κηπευτός
English (LSJ)
ή, όν, A cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).