κολαβρίζω
English (LSJ)
A dance a wild Thracian dance, Id.:
German (Pape)
[Seite 1472] eine Art Waffentanz tanzen, Hesych. – Nach Smd. u. Zon. auch = verhöhnen, verspotten; οἰκέτας Ath. VIII, 364 a, em. für καλαμυρίζουσι.
Greek (Liddell-Scott)
κολαβρίζω: μέλλ. -ίσω, χορεύω ἄγριόν τινα Θρᾳκικὸν χορόν, σκιρτᾶν Ἡσύχ.··αὐτὸς δὲ ὁ χορὸς ἐκαλεῖτο κολαβρισμός, Ἀθήν. 620D (ἔνθα καλαβρ-), Πολυδ. Δ. 100. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐμπαίζω· πρβλ. Ἰακώψιον εἰς Κλήμ. Ρώμ. 1. 40.
Greek Monolingual
κολαβρίζω (Α) κόλαβρος
1. χορεύω τον κολαβρισμό
2. παθ. κολαβρίζομαι
χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος.