κνηστικός

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.

German (Pape)

[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) κνηστός
αυτός που προκαλεί ερεθισμό.
επίρρ...
κνηστικῶς (Α)
με ερεθιστικό τρόπο.