κλόπιμος

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον (η, ον Ps.-Phoc.135), A thievish, χεῖρες Id.154, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud, παραθήκη Ps.-Phoc.135. Adv. -μως Man.5.298.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.

Greek (Liddell-Scott)

κλόπιμος: -ον, = κλόπιος, Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.

Greek Monolingual

κλόπιμος, -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) κλοπή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη
2. κλοπιμαίος, κλεμμένος.
επίρρ...
κλοπίμως (Α)
με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη.