κρασπεδίτης

Revision as of 13:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dernier figurant d’un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.

Greek Monolingual

κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.

Russian (Dvoretsky)

κρασπεδίτης: ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.).