κωπίον

Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, Dim. of κώπη, Ar.Ra.269, Ael.NA13.19, PRyl. 110.14 (iii A.D.). 2 in pl., false ribs, Poll.2.181.

German (Pape)

[Seite 1547] τό, dim. von κώπη, kleines Ruder; Ar. Ran. 269; Ael. H. A. 13, 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωπίον: ὑποκορ. τοῦ κώπη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 269, Αἰλ. π. Ζ. 13. 19. 2) ἐν τῷ πληθ., αἱ νόθοι πλευραί, Πολυδ. Βϳ, 181.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite rame.
Étymologie: κώπη.

Greek Monolingual

κωπίον, τὸ (Α) κώπη
1. μικρή κώπη
2. στον πληθ. τὰ κωπία
οι νόθες πλευρές του θώρακα.

Greek Monotonic

κωπίον: τό, υποκορ. του κώπη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κωπίον: τό маленькое весло Arph.

Middle Liddell

κωπίον, ου, τό, [Dim. of κώπη, Ar.]