κυμερνήτης
English (LSJ)
ου, ὁ, Aeol. A = κυβερνήτης, EM543.3:—also κυμερῆναι, Cypr. = κυβερνῆσαι, Schwyzer685(1).
Greek (Liddell-Scott)
κυμερνήτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ κυβερνήτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 3.
ου, ὁ, Aeol. A = κυβερνήτης, EM543.3:—also κυμερῆναι, Cypr. = κυβερνῆσαι, Schwyzer685(1).
κυμερνήτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ κυβερνήτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 3.