κωμαστικός

Revision as of 13:27, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A of or fit for a κῶμος, ᾠδή Ael.NA9.13; μέλη D.H.19.8, cf. Ph.1.372. Adv. -κῶς Ael.VH13.1.

German (Pape)

[Seite 1544] den κωμαστής betreffend, jubelnd u. schwärmend, Sp.; ἑορτή Eust.; ὄρχησις Poll. 4, 99; ᾠδή Ael. H. A. 9, 13. – Adv. κωμαστικῶς, nach Art der Schwärmer, Ael. H. A. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κωμαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κῶμον, ᾠδὴ Αἰλ. π. Ζ. 9. 13· μέλος Φίλων 1. 372. Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 1. 31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de fête.
Étymologie: κωμάζω.

Greek Monolingual

κωμαστικός, -ή, -όν (Α) κωμάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο («κωμαστική ὄρχησις», Πολυδ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμαστικός -ή -όν [κωμάζω] feest-:. χορὸς κωμαστικός feestkoor Thphr. Char. 6.3 (conject.).