λάμψις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining, ἀστέρων, ἀστραπῶν, ἡλίου, Ph.1.72, 2.187, Gp.2.5.12: metaph., of the law, LXX Ba.4.2.
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, das Leuchten, Glänzen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
λάμψις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῶν ἀστέρων Φίλων 1. 72· μεταφορ., Ἑβδ. (Βαροὺχ Δ΄, 2)· λ. χαρᾶς Achmes Ὀνειρ. 156.