λεοντόπους

Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A lion-footed, E.Fr. 540; of vessels, IG11(2).161 B 10, C 55, al. (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -όποδος
qui a des pieds de lion.
Étymologie: λέων, πούς.

Greek Monolingual

λεοντόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.

Russian (Dvoretsky)

λεοντόπους: 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.