λαχανᾶς
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, A greengrocer, Hdn.Gr.2.657.
Greek Monolingual
ο (Α λαχανᾱς, -ᾱ) λάχανον
αυτός που πουλά λάχανα, λαχανοπώλης
νεοελλ.
λωποδύτης.
ᾶ, ὁ, A greengrocer, Hdn.Gr.2.657.
ο (Α λαχανᾱς, -ᾱ) λάχανον
αυτός που πουλά λάχανα, λαχανοπώλης
νεοελλ.
λωποδύτης.