λεπτουργικά
English (LSJ)
τά, A articles of fine workmanship, SIG 88o.66 (Pizus, iii A.D.).
Greek Monolingual
λεπτουγρικά, τὰ (Α)
βλ. λεπτουργικός.
τά, A articles of fine workmanship, SIG 88o.66 (Pizus, iii A.D.).
λεπτουγρικά, τὰ (Α)
βλ. λεπτουργικός.