εως, ἡ, A washing, bathing, PFlor.384.23 (v A. D.), Gloss.; cleaning, τῶν βαλανείων SIG901.17 (Delph., iv A. D.).
λοῦσις: ἡ, (λούω) τὸ λούεσθαι, «λούσιμον», Γλωσσ.