μίξιμος

Revision as of 14:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A alloyed, Id. s.v. ὑπόχαλκον.

Greek (Liddell-Scott)

μίξιμος: -ον, μεμιγμένος «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον» Σουΐδ.

Greek Monolingual

μίξιμος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -ιμος].