ου, ὁ, A laver, Keil-Premerstein Dritter Bericht No.42 (Jewish, iii A.D.). (Cf. Talmudic maskel, maskol 'basin'.)
μασκαύλης, ὁ (Α)σκάφη, λουτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη μεταγραφή του εβρ. maskel «λεκάνη πλυσίματος»].