μαστώδης

Revision as of 14:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A = μαστοειδής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.