μενετέον

Revision as of 15:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

(μένω) A one must remain, Pl.R.328b, X.HG3.2.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μενετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μένω, δεῖ μένειν, Πλάτ. Πολ. 328Β, Ξεν., κτλ.· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 446. Ἴδε μενητέον.

Greek Monotonic

μενετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.