ξεινίζω

Revision as of 15:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, A v. ξεν-.

Greek (Liddell-Scott)

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ξενίζω.

Greek Monolingual

ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.

Greek Monotonic

ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιος, Ιων. αντί ξεν-.