μετασκηνόω

Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A shift an encampment, D.S.14.32, J.AJ3.5.1: metaph., τὸ κοινὸν πάντων ἄγαλμα μ. παρ' ἑτέρους Him.Ecl.13.13.

German (Pape)

[Seite 154] das Zelt, die Wohnung verändern, wo anders hinziehen, D. Sic. 14, 32 u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μετασκηνόω: κυρίως μεταβαίνω εἰς ἄλλην σκηνήν, ἀλλὰ καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25.

Russian (Dvoretsky)

μετασκηνόω: менять жилье, т. е. переселяться Diod.