μηλόκαρπον

Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = ἀριστολόχεια στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόκαρπον: τό, = ἡ μακρὰ ἀριστολοχία, εἶδος βοτάνης, Διοσκορ. 3, 5, (ἐκ τῶν Νόθ.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d’aristoloche plante, dont la fleur ressemble à une poire.
Étymologie: μῆλον², καρπός.

Greek Monolingual

μηλόκαρπον, τὸ (Α)
είδος βοτάνου, αριστολόχεια η στρογγύλη.