μνημόνευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A remembrance, J.AJ19.3.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
μνημόνευσις: ἡ, τὸ μνημονεύειν, ἐνθυμεῖσθαί τι, Ὠριγ. IV, 628Α.
εως, ἡ, A remembrance, J.AJ19.3.2 (pl.).
μνημόνευσις: ἡ, τὸ μνημονεύειν, ἐνθυμεῖσθαί τι, Ὠριγ. IV, 628Α.