μισοΐδιος

Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῐδ], ον, A hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.

Greek Monolingual

μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].