μωμηλός

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A blameworthy, Hdn.Epim.88.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswerth, Hdn. Epimer.

Greek (Liddell-Scott)

μωμηλός: -ή, -όν, μεμπτός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 172 (= 88).

Greek Monolingual

μωμηλός, -ή, -όν (Α)
άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός, σφριγ-ηλός)].