A v. νίζω.
νένιπται: ἴδε ἐν λ. νίζω.
3ᵉ sg. pf. Pass. de νίπτω.
see νίζω.
νένιπται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του νίζω.
νένιπται: 3 л. sing. pf. pass. к νίπτω.