A = νεοχμόω, in Pass., Procop.Arc.30 codd., Suid. s.v. νεοχμός.
[Seite 246] = νεοχμόω, Suid.
νεοχμέω: νεοχμόω, Προκόπ., Σουΐδ., ἴδε Schäf. εἰς Γρηγ. Κορίνθου 545· - οὕτω καὶ νεοχμίζω, Ἡσύχ.· καὶ νεοχμία, ἡ, = νεόχμωσις, ὁ αὐτ.