νηυσιπέρητος

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A v. ναυσιπέρατος.

Greek (Liddell-Scott)

νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ναυσιπέρατος.

Greek Monolingual

νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.

Greek Monotonic

νηυσιπέρητος: -ον, βλ. ναυσιπέρατος.

Russian (Dvoretsky)

νηυσιπέρητος: ион. = ναυσιπέρατος.

Middle Liddell

νηυσιπέρητος, ον, [v. ναυσιπέρατος.]