ίδος, ἡ, A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.
νωχελίς: ἡ, = βαλωτή, Διοσκ. 3, 107 (117), ἐκ τῶν νόθων.
νωχελίς ή νωκελίς, -ίδος, ἡ (Α)το φυτό βαλλωτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νωχελής + επίθημα -ίς].