νυκτερίρεμβος

Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. νυκτίρεμβος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερίρεμβος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ῥεμβόμενος, νυκτιπλανής, Πτολεμ. Τετράβ. 161.

Greek Monolingual

νυκτερίρεμβος, -ον (Α)
βλ. νυκτίρεμβος.