A = ξυρίς, Dsc.4.22 :—also ξίρις, v. ξυρίς.
[Seite 279] ίδος, ἡ, = ξυρίς.
ξιρίς: ἴδε ἐν λ. ξυρίς.
ξιρίς και ξίρις, ἡ (Α)βλ. ξυρίς.