A v. φρίσσω.
πέφρῑκα: ἴδε φρίσσω.
pf. de φρίσσω.
πέφρῑκα: παρακ. του φρίσσω.
πέφρικα indic. perf. act. van φρίσσω.
πέφρῑκα: pf. к φρίσσω.