εσσα, εν, A v. παιδοῦς.
[Seite 441] εσσα, εν, nur zsgz. παιδοῦς, w. m. s.
παιδόεις: εσσα, εν, ἴδε ἐν λ. παιδοῦς.
παιδόεις, -εσσα, -εν (Α)βλ. παιδούς.