παλίλλυτος
English (LSJ)
ον, A loosed again, unloosed, Nonn.D.35.250, al.
German (Pape)
[Seite 448] wieder aufgelös't, Nonn. D. 8, 408 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίλλῠτος: -ον, ὁ ἐκ νέου λυθείς, Νόνν. Δ. 35, 250, κτλ.
Greek Monolingual
παλίλλυτος, -ον (Α)
αυτός που λύθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λυτός (< λύω)].