παρασπάς
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, A shoot torn off and planted, Thphr.HP2.1.1, Gp.10.3.4 and 5 ; opp. παραφυάς, Thphr.HP2.2.4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
παρασπάς: -άδος, ὁ, ἡ, παραφυὰς ἀποσπασθεῖσα πρὸς φύτευσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 1, 1., 2. 2, 4, Γεωπ. 10. 3, 4, 5.