παραφθαδόν

Revision as of 19:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A overtaking, c. gen., Opp.H.3.298 : abs., in rivalry, ib.4.97.

German (Pape)

[Seite 506] adv., zuvorkommend, Opp. Hal. 3, 298.

Greek (Liddell-Scott)

παραφθᾰδόν: Ἐπίρρ., προφθαστά, προφθάνων, μετὰ γεν., Ὀππ. Ἁλ. 3. 298.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. (με γεν.) προφθάνοντας, προφθαστά
2. ανταγωνιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θ. φθαν- του φθάνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. υποφθαδόν)].