πελεκισμός

Revision as of 19:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A death by the axe, D.S.32.26 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.

Russian (Dvoretsky)

πελεκισμός: ὁ обезглавливание Diod.