τό, A = πέλεκκον, Theo in Ptol.p.311 Manitius (Appendix III to Procl. Hyp.).
[Seite 550] τό, ein rundes Stück Holz, wie der Stiel einer Art, Sp.
πελεκῠνάριον: τό, = πέλεκκον, Θέων εἰς Πτολ. Συντ. σ. 262, 9.
τὸ, Α πέλεκυςτο πέλεκκον.