πεντόροβος

Revision as of 19:46, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = γλυκυσίδη, Dsc.3.140, Plin. HN 25.29, 27.84. 2 an architectural ornament in this form, IG 11(2).161 B 19 (Delos, iii B. C.) : πεντώροβος, BCH 32.11 (ibid., iv B. C.), IG 22.1451.29, 1452.7.

German (Pape)

[Seite 559] ἡ, eine Pflanze, sonst γλυκυσίδη.

Greek Monolingual

και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α
1. το φυτό γλυκυσίδη
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως].