περικάθαρσις

Revision as of 20:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A clearing round, τῶν ῥιζῶν Thphr.CP5.9.11 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

περικάθαρσις: ἡ, τὸ καθαίρειν κύκλῳ, περικαθάρισμα, τῶν ῥιζῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9. 11.

Greek Monolingual

ἡ, -άρσεως, Α περικαθαίρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περικαθαίρω, πλήρης κάθαρση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικάθαρσις -εως, ἡ [περικαθαίρω] reiniging.