περικλυσμός
English (LSJ)
ὁ, A ablution, Gloss. (pl.).
German (Pape)
[Seite 580] ὁ, das Umspülen, Bespritzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περικλυσμός: ὁ, τὸ λούειν ἢ λούεσθαι πανταχόθεν· λοῦσις, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α περικλύζω
περίκλυσις.
ὁ, A ablution, Gloss. (pl.).
[Seite 580] ὁ, das Umspülen, Bespritzen, Sp.
περικλυσμός: ὁ, τὸ λούειν ἢ λούεσθαι πανταχόθεν· λοῦσις, Γλωσσ.
ὁ, Α περικλύζω
περίκλυσις.