περιοδεύσιμος
English (LSJ)
ον, A with circuitous ways, Gloss.
German (Pape)
[Seite 584] mit Umwegen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.