= foreg., A σέλας οἰνωπὸν ἐξέλαμπε περκαίνων γένυν E.Cret.15;=διαποικίλλεσθαι, Hsch.
[Seite 602] schwärzlich nachen, dunkel färben, Hesych. erkl. διαποικίλλεσθαι.
Ακαθιστώ κάτι περκνό, του δίνω πιο σκούρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.