περκαίνω

Revision as of 20:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

= foreg., A σέλας οἰνωπὸν ἐξέλαμπε περκαίνων γένυν E.Cret.15;=διαποικίλλεσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] schwärzlich nachen, dunkel färben, Hesych. erkl. διαποικίλλεσθαι.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι περκνό, του δίνω πιο σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.