πλατύρροος

Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

contr. πλατύρρους, ουν, A broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monotonic

πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύρροος: стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий (Νεῖλος Aesch.).

Middle Liddell

πλᾰτύρρους, ουν,
broad-flowing, Aesch.